- ἀστρονομικοῦ
- ἀστρονομικόςskilled in astronomymasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παράπηγμα — το, ΝΜΑ [παραπήγνυμι] νεοελλ. 1. πρόχειρο οίκημα κατασκευασμένο από σανίδες, η παράγκα 2. στον πληθ. τα παραπήγματα α) όλα τα πρόσθετα μέρη που βρίσκονται πάνω στο κατάστρωμα και στα τοιχώματα τού σκάφους, όπως τα ακροστόλια, τα δρύφακτα, οι… … Dictionary of Greek
Ουρανία — I Μία από τις εννέα Μούσες της ελληνικής μυθολογίας, προστάτιδα της αστρονομίας. Απεικονιζόταν συνήθως με στεφάνι από αστέρια στο κεφάλι, γαλάζια εσθήτα και μία σφαίρα και έναν διαβήτη στο χέρι. Οι αρχαίοι αστρολόγοι πίστευαν ότι είχε, όπως… … Dictionary of Greek
άρατος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Σολεύς (Σόλοι Κιλικίας περ. 315 – Πέλλα περ. 240 π.Χ.). Ποιητής των αλεξανδρινών χρόνων. Σπούδασε στην Αθήνα όπου συνδέθηκε με φιλία με τον στωικό φιλόσοφο Ζήνωνα. Το 276 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας… … Dictionary of Greek
αρατός — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Σολεύς (Σόλοι Κιλικίας περ. 315 – Πέλλα περ. 240 π.Χ.). Ποιητής των αλεξανδρινών χρόνων. Σπούδασε στην Αθήνα όπου συνδέθηκε με φιλία με τον στωικό φιλόσοφο Ζήνωνα. Το 276 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας… … Dictionary of Greek
δίκτυο — (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου, αόρατος στα πλάτη μας. Βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς της Δοράδας, του Ωρολογίου, του Ύδρου και του Ιπτάμενου Ιχθύος. Ονομάστηκε έτσι το 1763 από τον Λακάγ, προς τιμήν του ομώνυμου… … Dictionary of Greek
εκπλήρωση — η (AM ἐκπλήρωσις) νεοελλ. πραγματοποίηση, εκτέλεση κάποιας εργασίας ώς το τέλος αρχ. μσν. συμπλήρωση μσν. φρ. «ἐκπλήρωσις πόνου» καταπράυνση αρχ. 1. το να γεμίσει κάτι τελείως 2. ικανοποίηση 3. συμπλήρωση αστρονομικού κοσμικού κύκλου … Dictionary of Greek
κυκλίσκος — κυκλίσκος, ὁ (Α) 1. μικρός κύκλος 2. τμήμα αστρονομικού οργάνου κυκλικού σχήματος 3. στρογγυλό στίγμα 4. μικρή στρογγυλή πίτα 5. χάπι 6. δακτύλιος και ιδίως αυτός από τον οποίο διέρχονταν τα ηνία άρματος 7. το κυκλικό άνοιγμα ορνιθώνα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ρολόι — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου. Όλες οι μέθοδοι για τη μέτρηση του χρόνου βασίζονται στη χρησιμοποίηση κάποιας κανονικής κίνησης με την οποία η διαφορά χρόνου μετατρέπεται σε διαφορά διαστήματος που διακρίνεται εύκολα. Το… … Dictionary of Greek
σταυρόνημα — το, Ν 1. φυσ. διαφανής δίσκος ο οποίος φέρει δύο πολύ λεπτά νήματα που τέμνονται υπό ορθή γωνία και χρησιμεύει για την ακριβή σκόπευση αντικειμένων όταν αυτά παρατηρούνται με διόπτρες, τηλεσκόπια ή άλλα οπτικά όργανα 2. αστρον. δύο κάθετα λεπτά… … Dictionary of Greek
τρυγητής — Άλλη ονομασία του Σεπτεμβρίου, μήνα στον οποίο γίνεται η συγκομιδή των σταφυλιών, ο τρύγος. Ο μήνας αυτός ήταν αφιερωμένος από τους αρχαίους Ρωμαίους στον θεό Ήφαιστο, προς τιμήν του οποίου γιόρταζαν τα Βουλκανάλια. Ανάλογη γιορτή είχαν και οι… … Dictionary of Greek